μορφόλυκος
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Greek Monolingual
μορφόλυκος, -ον (Α)
λυκόμορφος, με μορφή λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + λύκος (πρβλ. και λυκόμορφος)].