μορφόλυκος
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
μορφόλυκος, -ον (Α)
λυκόμορφος, με μορφή λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + λύκος (πρβλ. και λυκόμορφος)].