μολυβδοχύτης

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

ο (Μ μολυβδοχύτης)
αυτός που χύνει μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβδι + -χύτης (< χέω), πρβλ. ελαιο-χύτης, θερμο-χύτης.