χρυσοφόρμιγξ
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
-ιγγος, ὁ, Α
(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει χρυσή φόρμιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φόρμιγξ «λύρα» (πρβλ. ποικιλο-φόρμιγξ)].