ωμόμετρο

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. όργανο με το οποίο μετρείται γρήγορα και πρακτικά η ηλεκτρική αντίσταση διαφόρων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ohmmeter (< Ohm, όν. Γερμανού φυσικού) + meter (< μέτρο)].