ἰαμβόκροτος

From LSJ
Revision as of 16:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

German (Pape)

[Seite 1233] wie Jamben tönend, λόγοι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβόκροτος: -ον, ὁ ἐν ἰαμβικῷ ῥυθμῷ κροτῶν, ἰαμβόκροτοι λόγοι Ρήτορες (Walz) 1. 443· ἦχος τοῦ λόγου αὐτόθι 5. 450.

Greek Monolingual

ἰαμβόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί σαν ίαμβος («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -κροτος (< κρότος), πρβλ. ιππό-κροτος, κωδωνό-κροτος].