Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
υγος (ὁ, ἡ)
accouplé également ; apparié ; t. de gramm. approprié à la personne.
Étymologie: ἴσος, ζεύγνυμι.
ἰσόζυξ, -υγος, ὁ (Α)
ισόζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυξ (< θ. ζυγ-, πρβλ. ε-ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μελανό-ζυξ, πρωτό-ζυξ].