ιδιόκριτος
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
ἰδιόκριτος, -ον (Α)
ιδιόρρυθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιάκριτος, άκριτος].