αδιάκριτος
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάκριτος, -ον)
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος
2. (εττίρρ.) αδιακρίτως
δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος, αναιδής, αγενής
2. το ουδ. ως ουσ. το αδιάκριτο
η αδιακρισία
μσν.
1. αυτός που δεν έχει κρίση, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀδιάκριτον
απερισκεψία, επιπολαιότητα
αρχ.
1. ανάμικτος, ετερόκλητος, συγκεχυμένος, μπερδεμένος
2. ακατανόητος, ακατάληπτος
3. αναποφάσιστος
4. αχαλίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διακριτός < διακρίνω.
ΠΑΡ. ἀδιακρισία.