καλαμώνας
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
ο (AM καλαμών)
τόπος γεμάτος καλάμια, καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κατάλ. -ών (πρβλ. αχυρών, κυπαρισσών)].