καλαμώνας
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
Greek Monolingual
ο (AM καλαμών)
τόπος γεμάτος καλάμια, καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κατάλ. -ών (πρβλ. αχυρών, κυπαρισσών)].