ἡλιοσκόπος
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
ὁ, a Hermetic plant, Cat.Cod.Astr.8(2).163.
Greek Monolingual
ἡλιοσκόπος, ὁ (Α)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -σκόπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. οιωνοσκόπος, χειροσκόπος].