καλαθωτός
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
καλαθωτός, -ή, -όν (Α)
διακοσμημένος με γλυπτούς καλαθίσκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ακανθωτός, δακτυλωτός)].