ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ὁ, Αψυχοδοτήρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -δότης (< δότης < δίδωμι), αἱμοδότης.