ψυχοδοτήρ
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, giver of the soul or giver of life, epithet of Apollo, AP9.525.24.
German (Pape)
[Seite 1404] ῆρος, ὁ, Geber der Seele, Geber des Lebens, Apoll. Hymn. (IX, 525).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui donne l'âme ou la vie.
Étymologie: ψυχή, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχοδοτήρ: ῆρος ὁ податель жизни Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοδοτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ δοτὴρ ψυχῆς ἢ ζωῆς, Ἀνθ. Παλατ. 9. 525· -ἐν Συνέσ. Ὕμν. 4. 186, ψυχοδότης, ου, ὁ.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που δίνει την ψυχή, τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχ(ο)- + δοτήρ (< δίδωμι)].
Greek Monotonic
ψῡχοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που δίνει ζωή, ζωογόνος, σε Ανθ.