ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
τοιχοδόμος: ὁ, ὁ κτίζων τοίχους, κτίστης, Διονύσ. Ἀλεξ. τ. 4, σ. 348.
ο, ΝΑ
τοιχοποιός, κτίστης τοίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -δόμος (< δόμος < δέμω «κτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οἰκοδόμος. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. toko-domo)].