τοιχοδόμος

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek (Liddell-Scott)

τοιχοδόμος: ὁ, ὁ κτίζων τοίχους, κτίστης, Διονύσ. Ἀλεξ. τ. 4, σ. 348.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
τοιχοποιός, κτίστης τοίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -δόμος (< δόμος < δέμω «κτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οἰκοδόμος. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. toko-domo)].