φλογοβόλος

From LSJ
Revision as of 13:25, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

-ο, Ν
1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης»)
2. το ουδ. ως ουσ. το φλογοβόλο
στρ. οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε μεγάλη απόσταση φλεγόμενο υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ιωάν. Ζαμπέλιο, Λευκάδιο].