песчаный
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Russian > Greek
ἀμαθῶδες, ἀμαθώδης, ἄμμινος, ἀμμόγειος, ἀμμοφανής, ἀμμόχωστος, ἀμμῶδες, ἀμμώδης, ἀσώδης, δίαμμος, εὐψάμαθος, ἔφαμμος, ἠμαθόεις, θινῶδες, θινώδης, κόνιος, πολύαμμος, πολυψάμαθος, πολύψαμμος, ὑπόψαμμος, ὕφαμμος, ψαμαθηΐς, ψαμαθῶδες, ψαμαθώδης, ψαμμαῖος, ψάμμινος, ψάμμιος, ψαμμίς, ψαμμίτης, ψαμμόγεως, ψαμμοειδής, ψαμμῶδες, ψαμμώδης