ψαμμαῖος

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμαῖος Medium diacritics: ψαμμαῖος Low diacritics: ψαμμαίος Capitals: ΨΑΜΜΑΙΟΣ
Transliteration A: psammaîos Transliteration B: psammaios Transliteration C: psammaios Beta Code: yammai=os

English (LSJ)

α, ον, sandy, Inscr.Prien.326.2.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
αμμώδης
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμαῖα
η άμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].