carrion
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
dead body: P. and V. νεκρός, ὁ, Ar. and V. νέκυς, ὁ.
he shall become carrion for the sea birds: V. ὄρνισι φορβὴ παραλίοις γενήσεται (Sophocles, Ajax 1065); in same sense use V. ἕλωρ, τό, ἕλκημα, τό; see prey.
eating raw flesh: V. ὠμηστής, ὠμόσιτος.