ἀπαμείρομαι
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
v. ἀπομείρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαμείρομαι: лишаться (Hes. - v.l. к ἀπομείρομαι).