νόθευσις
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
εως, ἡ, adulteration, interpol. in Suid. s.v. νοθεύειν.
German (Pape)
[Seite 259] ἡ, das Verfälschen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
νόθευσις: ἡ, τὸ νοθεύειν, Σουΐδ., Ψελλ.