πρωτέκδικος

From LSJ
Revision as of 10:32, 10 March 2022 by Spiros (talk | contribs)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

πρωτέκδῐκος: ὁ, ὁ πρῶτος δικαστής· πρωτεκδικέω, ἐνεργῶ ὡς πρ. - πρωτεκδικικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρωτέκδικον. πρωτεκδικεῖον, τό, τὸ δικαστήριον τοῦ πρ.· - λέξεις τῶν Βυζαντ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
ο πρώτος δικαστής
νεοελλ.
εκκλ. (ως τίτλος που απονέμεται σε πρεσβύτερο ή διάκονο) ο πρώτος μεταξύ τών εκδίκων, τών εκκλησιαστικών αξιωματούχων που είναι εξουσιοδοτημένοι να υπερασπίζουν τα συμφέροντα της Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἔκδικος.