ἀπελευθερῶ
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
(AM ἀπελευθερῶ, ἀπελευθερόω)
αποδίδω την ελευθερία σε δούλο
νεοελλ.
1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω
2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω
3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω.