ξεσκλαβώνω

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

1. απολυτρώνω από τη σκλαβιά, απελευθερώνω από τον ζυγό της σκλαβιάς
2. απαλλάσσω κάποιον από ενόχληση.