карманник
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Russian > Greek
βαλαντιητόμος, βαλαντιατόμος, βαλαντιοτόμος, βαλλαντιητόμος, βαλλαντιατόμος, βαλλαντιοτόμος, βαλαντιοκλέπτης, κομβολύτης, γαλλιάριος