μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
ἐνεύδω (Α) εύδωκοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι («χλαῑναν... καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνευδεν», Ομ. Οδ.).