Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
ἀκάκουργος, -ον (Μ) κακοῦργος1. ο μη κακούργος, ο αγαθός2. επίρρ. άκακούργωςάδολα, άκακα, αφελώς.