ανθεκτικός

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνθεκτικός, -ή, -όν) αντέχω
νεοελλ.
1. ο στερεός, αυτός που δεν υποχωρεί
2. μτφ. αυτός που αντέχει, δείχνει κουράγιο, θάρρος
αρχ.
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συγκρατιέται γερά, να μένει προσκολλημένος σε κάτι ή κάποιον («τοῦ καθαροῦ εἰσιν ἀνθεκτικοί»).