κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἔνδοθι (AM)επίρρ. μέσα, εντός (α. «τὴν δ' ἔνδοθι τέμεν ἰοῦσαν», Ομ. Οδ.β. «τῶν ἀνακτόρων ἔνδοθι»).