Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
-ή, -oύv (AM λινοῦς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη) λίνον
κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη
μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.