πήλοι
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
v. τηλοῦ.
Greek Monolingual
Α
(αιολ. τ.) βλ. τηλοῦ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήλοι Aeol. voor τηλοῖ, zie τηλόθι.