τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
ο, / πηδαλιοῦχος, ΝΜΑ1. αυτός που χειρίζεται το πηδάλιο και κατευθύνει το σκάφος2. μτφ. (για τον θεό) ο κυβερνήτης, ο παντοκράτορας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδάλιον + -ούχος].