φίλεργος

From LSJ
Revision as of 20:30, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλεργος, -ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῦργος Α
αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός
αρχ.
(το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν
η φιλεργία.
επίρρ...
φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α
με φιλεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -εργος / -εργός (< ἔργον), πρβλ. χείρ-εργος / χειρο-εργός. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. ανθρωπωνύμιο Piroweko)].