σανδαραχώδης
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ες, = σανδαράκινος, Ruf. Fr. 67.4, Gal. 17(1).834.
Greek Monolingual
σανδαραχῶδες, Α σανδαράχη / σανδαράκη, σανδαράκινος.