βασανιστήριος

From LSJ
Revision as of 15:15, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνιστήριος Medium diacritics: βασανιστήριος Low diacritics: βασανιστήριος Capitals: ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: basanistḗrios Transliteration B: basanistērios Transliteration C: vasanistirios Beta Code: basanisth/rios

English (LSJ)

ον, A of or for torture, ὄργανα J.BJ2.8.10.

Greek (Liddell-Scott)

βασανιστήριος: ον,ὁ ἀνήκων ἤ ἐπιτήδειος εἰς βάσανον, ὄργανον Ἰώσηπ. Ι.ΙΙ.2.8,10.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I de tortura ὄργανα I.BI 2.152.
II subst. τὸ β.
1 cámara de tortura ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β. Theopomp.Com.63, ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίων Polyaen.8.62 (cód.), τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος Them.Or.13.175c, τὸ σῶμα β. ψυχῆς Meth.Res.1.57
instrumento de tortura, tormento πικρὸν β. ὁ ταῦρος Phalar.Ep.115, cf. 82, más frec. en plu. καινότερα βασανιστήρια Aristid.Mil.9, cf. LXX 4Ma.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.
2 medios de comprobación ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήρια Them.Or.21.247b, cf. 248a.

Greek Monolingual

βασανιστήριος, -α, -ον (AM) βασανίζω
μσν.
(για πέτρα) η λυδία λίθος
αρχ.
(για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό.