μελιτουργέω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
make honey, Arist.HA624a21 (leg.μελιττ-).
German (Pape)
[Seite 124] Honig bereiten; Arist. H. A. 9, 40; Schol. Ap. Rh. 1, 880.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτουργέω: παράγω μέλι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11 (Βεκκῆρ. μελιττ-), ἐν ᾗ (πέτρᾳ) μελιτουργοῦσιν (αἱ μέλισσα) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 880· - μεταφορ., Εὐστ. Πονημ. 249. 48.
Russian (Dvoretsky)
μελῐτουργέω: приготовлять мед (λέγουσι τούς κηφῆνας μ. οὐδέν Arst.).