πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
βυκανητής, καμπυλοσαλπιστής, κερῳδός, κεραταύλης, κεραύλης, σαλπικτής, σαλπιγκτής