στολιδόω
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
German (Pape)
[Seite 946] anziehen, Eur. im med., Καδμείαν νεβρίδα στολιδωσαμένα, I. A. 255.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vêtir;
Moy. στολιδόομαι, στολιδοῦμαι se revêtir de, acc..
Étymologie: στολίς.