δυσαρέστως
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
French (Bailly abrégé)
adv.
désagréablement.
Étymologie: δυσάρεστος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
δυσαρέστως: с неудовольствием: δυσαρέστως ἔχειν πρός τι Plut. быть раздраженным чем-л.