μειλιχίη
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 mansuétude, particul. ménagements pour un ennemi dans un combat ; faiblesse, mollesse;
2 bienveillance, sentiments d’amitié.
Étymologie: μειλίχιος.
English (Autenrieth)
mildness, i. e. ‘feebleness,’ πολέμοιο, Il. 15.741†.
Russian (Dvoretsky)
μειλῐχίη: ἡ
1) кротость, ласковость Hes.;
2) слабость, нерешительность, вялость: μ. πολέμοιο Hom. вялое ведение войны.