Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
adv.paresseusement, péniblement.Étymologie: δύσεργος.
δυσέργως: с трудом, вяло (κινεῖσθαι Plut.).