Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
adv.sainement.Étymologie: ὑγιής.
ὑγιῶς: здраво, разумно (κρίνειν Plat.; πολιτεύεσθαι Dem.).