μελιτουργέω
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
make honey, produce honey Arist.HA624a21 (leg. μελιττουργέω).
German (Pape)
[Seite 124] Honig bereiten; Arist. H. A. 9, 40; Schol. Ap. Rh. 1, 880.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτουργέω: παράγω μέλι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11 (Βεκκῆρ. μελιττ-), ἐν ᾗ (πέτρᾳ) μελιτουργοῦσιν (αἱ μέλισσα) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 880· - μεταφορ., Εὐστ. Πονημ. 249. 48.
Russian (Dvoretsky)
μελῐτουργέω: приготовлять мед (λέγουσι τούς κηφῆνας μ. οὐδέν Arst.).