ἀδειμάντως
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
French (Bailly abrégé)
adv.
sans crainte.
Étymologie: ἀδείμαντος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδειμάντως: без страха Aesch.
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
adv.
sans crainte.
Étymologie: ἀδείμαντος.
ἀδειμάντως: без страха Aesch.