εὐαισθήτως
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des sens vifs ou délicats ; εὐαισθήτως ἔχειν être sensible ou intelligent;
Cp. εὐαισθητοτέρως.
Étymologie: εὐαίσθητος.
Russian (Dvoretsky)
εὐαισθήτως: отчетливо: εὐ. ἔχειν τινός и περί τι Plat. тонко ощущать что-л.