εὐαισθήτως
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des sens vifs ou délicats ; εὐαισθήτως ἔχειν être sensible ou intelligent;
Cp. εὐαισθητοτέρως.
Étymologie: εὐαίσθητος.
Russian (Dvoretsky)
εὐαισθήτως: отчетливо: εὐ. ἔχειν τινός и περί τι Plat. тонко ощущать что-л.