ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
εὐκρινῶς, ἐμφαντικῶς, διειλημμένως, εὐαισθήτως, ἐκτύπως, καθαρῶς, ἐμφανῶς, ἐμφανέως, ἐπιδήλως, τορῶς, σάφα, ἐναργῶς, ἐναργέως, εὐσήμως, τηλαυγῶς, σαφῶς, σαφέως