κατακυκλόομαι
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Russian (Dvoretsky)
κατακυκλόομαι: окружать: κατακυκλωσάμενος τὸν Ἄσχαλιν ἐπολιόρκει Plut. окружив (город) Аскалис, (Серторий) начал осаду.